δεκατέσσερα

δεκατέσσερα
fourteen

Ελληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary). 2015.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • Zahlen der Welt — In nahezu allen Sprachen der Menschen gibt es sprachliche Repräsentationen für Zahlen. Aus diesen Zahlworten oder Zahlnamen lassen sich interessante Schlussfolgerungen über die Entwicklung des Zählens und des Zahlenbegriffs sowie über… …   Deutsch Wikipedia

  • Zahlen in unterschiedlichen Sprachen — In nahezu allen Sprachen der Menschen gibt es sprachliche Repräsentationen für Zahlen. Aus diesen Zahlworten oder Zahlnamen lassen sich die Entwicklung des Zählens und des Zahlenbegriffs sowie sprachhistorische Entwicklungen nachvollziehen. So… …   Deutsch Wikipedia

  • Zahlen in verschiedenen Sprachen — In nahezu allen Sprachen der Menschen gibt es sprachliche Repräsentationen für Zahlen. Aus diesen Zahlworten oder Zahlnamen lassen sich interessante Schlussfolgerungen über die Entwicklung des Zählens und des Zahlenbegriffs sowie über… …   Deutsch Wikipedia

  • Касомулис, Николаос — Statue of Nikolaos Kasomoulis Николаос Касомулис (греч …   Википедия

  • δεκατετραμελής — ( ούς), ές (ομάδα, συμβούλιο κ.λπ.) που αποτελείται από δεκατέσσερα μέλη. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1892 στην εφημερίδα Εφημερίς] …   Dictionary of Greek

  • δεκατετραπλός — ή, ό (AM δεκατετραπλοῡς, ῆ, οῡν) 1. ο δεκατετραπλάσιος 2. ο αποτελούμενος από δεκατέσσερα όμοια ή ίσα μέρη …   Dictionary of Greek

  • μάτι — Το αισθητήριο όργανο της όρασης, με το οποίο γίνεται αντιληπτό το φως, το σχήμα και το χρώμα των φωτιζόμενων αντικειμένων. Ο άνθρωπος φέρει δύο οφθαλμικούς βολβούς, οι οποίοι καταλαμβάνουν τις οφθαλμικές κόγχες. Έχουν χαρακτηριστικό σφαιροειδές… …   Dictionary of Greek

  • τεσσαρεσκαίδεκα — και τεσσαρακαίδεκα και ιων. τ. τεσσερεσκαίδεκα, oἱ, αἱ, τὰ, Α ο αριθμός δεκατέσσερα. [ΕΤΥΜΟΛ. < τέσσαρες, α / τέσσερες + καί + δέκα] …   Dictionary of Greek

  • Αριστοτέλης — I (Στάγειρα Χαλκιδικής 384 π.Χ. – Χαλκίδα 322 π.Χ.).Φιλόσοφος. Γιος του Νικόμαχου, προσωπικού γιατρού του βασιλιά της Μακεδονίας Αμύντα Γ’, ορφανός από πολύ νωρίς, ανατρέφεται από τον Πρόξενο τον Αταρνέα. Το 367 π.Χ., σε ηλικία δεκαεπτά ετών,… …   Dictionary of Greek

  • Γκροκ — (Grock, Ρεκονβιλιέ, Βέρνη 1880 – Ιμπέρια, Ιταλία 1959). Καλλιτεχνικό ψευδώνυμο του Ελβετού κλόουν Άντριαν Ουέταχ (Wettach). Από τον πατέρα του, ωρολογοποιό που κατά τις ελεύθερες ώρες του τραγουδούσε, έπαιζε μουσική και έκανε ακροβασίες, έμαθε τα …   Dictionary of Greek

  • Γουέμπστερ, Πολ Φράνσις — (Paul Francis Webster, Νέα Υόρκη 1907 – 1984). Αμερικανός στιχουργός κινηματογραφικών τραγουδιών. Σπούδασε στο πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης και ασχολήθηκε με τον χορό, πριν δραστηριοποιηθεί στον κινηματογράφο και στη δισκογραφία. Ξεκίνησε… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”